Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

χειμάρροος
χειμαρρώδης
χειμάς
χειμασία
χείμασις
χειμασκέω
χείμαστρον
χειμερίζω
χειμερινός
χειμέριος
χειμεριώδης
χειμιέω
χειμίη
χειμοθνής
χειμοσπορέομαι
χειμόσπορος
χειμοφυγέω
χειμών
χειμωνικός
χειμωνόθεν
χειμωνοτύπος
View word page
χειμεριώδης
stormy

ShortDef

stormy

Debugging

Headword:
χειμεριώδης
Headword (normalized):
χειμεριώδης
Headword (normalized/stripped):
χειμεριωδης
IDX:
96207
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-96208
Key:

Data

{'content': 'stormy'}