Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

χείμαρος
χειμάρροος
χειμαρρώδης
χειμάς
χειμασία
χείμασις
χειμασκέω
χείμαστρον
χειμερίζω
χειμερινός
χειμέριος
χειμεριώδης
χειμιέω
χειμίη
χειμοθνής
χειμοσπορέομαι
χειμόσπορος
χειμοφυγέω
χειμών
χειμωνικός
χειμωνόθεν
View word page
χειμέριος
wintry, stormy

ShortDef

wintry, stormy

Debugging

Headword:
χειμέριος
Headword (normalized):
χειμέριος
Headword (normalized/stripped):
χειμεριος
IDX:
96206
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-96207
Key:

Data

{'content': 'wintry, stormy'}