Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
χειμάμυνα
χείμαρος
χειμάρροος
χειμαρρώδης
χειμάς
χειμασία
χείμασις
χειμασκέω
χείμαστρον
χειμερίζω
χειμερινός
χειμέριος
χειμεριώδης
χειμιέω
χειμίη
χειμοθνής
χειμοσπορέομαι
χειμόσπορος
χειμοφυγέω
χειμών
χειμωνικός
View word page
χειμερινός
of or in winter, wintry; stormy
ShortDef
of or in winter, wintry; stormy
Debugging
Headword:
χειμερινός
Headword (normalized):
χειμερινός
Headword (normalized/stripped):
χειμερινος
IDX:
96205
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-96206
Key:
Data
{'content': 'of or in winter, wintry; stormy'}