Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
χειμαίνω
χειμάμυνα
χείμαρος
χειμάρροος
χειμαρρώδης
χειμάς
χειμασία
χείμασις
χειμασκέω
χείμαστρον
χειμερίζω
χειμερινός
χειμέριος
χειμεριώδης
χειμιέω
χειμίη
χειμοθνής
χειμοσπορέομαι
χειμόσπορος
χειμοφυγέω
χειμών
View word page
χειμερίζω
pass the winter
ShortDef
pass the winter
Debugging
Headword:
χειμερίζω
Headword (normalized):
χειμερίζω
Headword (normalized/stripped):
χειμεριζω
IDX:
96204
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-96205
Key:
Data
{'content': 'pass the winter'}