Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
χειμάζω
χειμαίνω
χειμάμυνα
χείμαρος
χειμάρροος
χειμαρρώδης
χειμάς
χειμασία
χείμασις
χειμασκέω
χείμαστρον
χειμερίζω
χειμερινός
χειμέριος
χειμεριώδης
χειμιέω
χειμίη
χειμοθνής
χειμοσπορέομαι
χειμόσπορος
χειμοφυγέω
View word page
χείμαστρον
winter clothing
ShortDef
winter clothing
Debugging
Headword:
χείμαστρον
Headword (normalized):
χείμαστρον
Headword (normalized/stripped):
χειμαστρον
IDX:
96203
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-96204
Key:
Data
{'content': 'winter clothing'}