Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
χειμάδιον
χειμάζω
χειμαίνω
χειμάμυνα
χείμαρος
χειμάρροος
χειμαρρώδης
χειμάς
χειμασία
χείμασις
χειμασκέω
χείμαστρον
χειμερίζω
χειμερινός
χειμέριος
χειμεριώδης
χειμιέω
χειμίη
χειμοθνής
χειμοσπορέομαι
χειμόσπορος
View word page
χειμασκέω
to exercise oneself in winter
ShortDef
to exercise oneself in winter
Debugging
Headword:
χειμασκέω
Headword (normalized):
χειμασκέω
Headword (normalized/stripped):
χειμασκεω
IDX:
96202
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-96203
Key:
Data
{'content': 'to exercise oneself in winter'}