Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
χείλωμα
χεῖμα
χειμάδιον
χειμάζω
χειμαίνω
χειμάμυνα
χείμαρος
χειμάρροος
χειμαρρώδης
χειμάς
χειμασία
χείμασις
χειμασκέω
χείμαστρον
χειμερίζω
χειμερινός
χειμέριος
χειμεριώδης
χειμιέω
χειμίη
χειμοθνής
View word page
χειμασία
a passing the winter, wintering
ShortDef
a passing the winter, wintering
Debugging
Headword:
χειμασία
Headword (normalized):
χειμασία
Headword (normalized/stripped):
χειμασια
IDX:
96200
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-96201
Key:
Data
{'content': 'a passing the winter, wintering'}