Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

χειλόω
χείλωμα
χεῖμα
χειμάδιον
χειμάζω
χειμαίνω
χειμάμυνα
χείμαρος
χειμάρροος
χειμαρρώδης
χειμάς
χειμασία
χείμασις
χειμασκέω
χείμαστρον
χειμερίζω
χειμερινός
χειμέριος
χειμεριώδης
χειμιέω
χειμίη
View word page
χειμάς
winter season

ShortDef

winter season

Debugging

Headword:
χειμάς
Headword (normalized):
χειμάς
Headword (normalized/stripped):
χειμας
IDX:
96199
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-96200
Key:

Data

{'content': 'winter season'}