Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
χειλοφύλαξ
χειλόω
χείλωμα
χεῖμα
χειμάδιον
χειμάζω
χειμαίνω
χειμάμυνα
χείμαρος
χειμάρροος
χειμαρρώδης
χειμάς
χειμασία
χείμασις
χειμασκέω
χείμαστρον
χειμερίζω
χειμερινός
χειμέριος
χειμεριώδης
χειμιέω
View word page
χειμαρρώδης
like a torrent
ShortDef
like a torrent
Debugging
Headword:
χειμαρρώδης
Headword (normalized):
χειμαρρώδης
Headword (normalized/stripped):
χειμαρρωδης
IDX:
96198
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-96199
Key:
Data
{'content': 'like a torrent'}