Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

χεῖλος
χειλοφύλαξ
χειλόω
χείλωμα
χεῖμα
χειμάδιον
χειμάζω
χειμαίνω
χειμάμυνα
χείμαρος
χειμάρροος
χειμαρρώδης
χειμάς
χειμασία
χείμασις
χειμασκέω
χείμαστρον
χειμερίζω
χειμερινός
χειμέριος
χειμεριώδης
View word page
χειμάρροος
winter-flowing, swollen by rain and melted snow; (n.) torrent; gutter

ShortDef

winter-flowing, swollen by rain and melted snow; (n.) torrent; gutter

Debugging

Headword:
χειμάρροος
Headword (normalized):
χειμάρροος
Headword (normalized/stripped):
χειμαρροος
IDX:
96197
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-96198
Key:

Data

{'content': 'winter-flowing, swollen by rain and melted snow; (n.) torrent; gutter'}