Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
χειλοποτέω
χεῖλος
χειλοφύλαξ
χειλόω
χείλωμα
χεῖμα
χειμάδιον
χειμάζω
χειμαίνω
χειμάμυνα
χείμαρος
χειμάρροος
χειμαρρώδης
χειμάς
χειμασία
χείμασις
χειμασκέω
χείμαστρον
χειμερίζω
χειμερινός
χειμέριος
View word page
χείμαρος
a plug in a ship's bottom
ShortDef
a plug in a ship's bottom
Debugging
Headword:
χείμαρος
Headword (normalized):
χείμαρος
Headword (normalized/stripped):
χειμαρος
IDX:
96196
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-96197
Key:
Data
{'content': "a plug in a ship's bottom"}