Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

χειλολάβος
χειλοποτέω
χεῖλος
χειλοφύλαξ
χειλόω
χείλωμα
χεῖμα
χειμάδιον
χειμάζω
χειμαίνω
χειμάμυνα
χείμαρος
χειμάρροος
χειμαρρώδης
χειμάς
χειμασία
χείμασις
χειμασκέω
χείμαστρον
χειμερίζω
χειμερινός
View word page
χειμάμυνα
defence against winter, thick winter cloak

ShortDef

defence against winter, thick winter cloak

Debugging

Headword:
χειμάμυνα
Headword (normalized):
χειμάμυνα
Headword (normalized/stripped):
χειμαμυνα
IDX:
96195
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-96196
Key:

Data

{'content': 'defence against winter, thick winter cloak'}