Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

χειή
χειλάριον
χειλᾶς
χειλολάβος
χειλοποτέω
χεῖλος
χειλοφύλαξ
χειλόω
χείλωμα
χεῖμα
χειμάδιον
χειμάζω
χειμαίνω
χειμάμυνα
χείμαρος
χειμάρροος
χειμαρρώδης
χειμάς
χειμασία
χείμασις
χειμασκέω
View word page
χειμάδιον
a winter-dwelling, winter-quarters

ShortDef

a winter-dwelling, winter-quarters

Debugging

Headword:
χειμάδιον
Headword (normalized):
χειμάδιον
Headword (normalized/stripped):
χειμαδιον
IDX:
96192
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-96193
Key:

Data

{'content': 'a winter-dwelling, winter-quarters'}