Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

χεζητιάω
χέζω
χεῖ
χειά
χειή
χειλάριον
χειλᾶς
χειλολάβος
χειλοποτέω
χεῖλος
χειλοφύλαξ
χειλόω
χείλωμα
χεῖμα
χειμάδιον
χειμάζω
χειμαίνω
χειμάμυνα
χείμαρος
χειμάρροος
χειμαρρώδης
View word page
χειλοφύλαξ
bandage for the lips

ShortDef

bandage for the lips

Debugging

Headword:
χειλοφύλαξ
Headword (normalized):
χειλοφύλαξ
Headword (normalized/stripped):
χειλοφυλαξ
IDX:
96188
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-96189
Key:

Data

{'content': 'bandage for the lips'}