Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

χεδροπά
χεδροπώδης
χεζανάγκη
χεζητιάω
χέζω
χεῖ
χειά
χειή
χειλάριον
χειλᾶς
χειλολάβος
χειλοποτέω
χεῖλος
χειλοφύλαξ
χειλόω
χείλωμα
χεῖμα
χειμάδιον
χειμάζω
χειμαίνω
χειμάμυνα
View word page
χειλολάβος
bandage for the lips

ShortDef

bandage for the lips

Debugging

Headword:
χειλολάβος
Headword (normalized):
χειλολάβος
Headword (normalized/stripped):
χειλολαβος
IDX:
96185
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-96186
Key:

Data

{'content': 'bandage for the lips'}