Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
χεδρία
χεδροπά
χεδροπώδης
χεζανάγκη
χεζητιάω
χέζω
χεῖ
χειά
χειή
χειλάριον
χειλᾶς
χειλολάβος
χειλοποτέω
χεῖλος
χειλοφύλαξ
χειλόω
χείλωμα
χεῖμα
χειμάδιον
χειμάζω
χειμαίνω
View word page
χειλᾶς
labrosus
ShortDef
labrosus
Debugging
Headword:
χειλᾶς
Headword (normalized):
χειλᾶς
Headword (normalized/stripped):
χειλας
IDX:
96184
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-96185
Key:
Data
{'content': 'labrosus'}