Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
χαώδης
χεδρία
χεδροπά
χεδροπώδης
χεζανάγκη
χεζητιάω
χέζω
χεῖ
χειά
χειή
χειλάριον
χειλᾶς
χειλολάβος
χειλοποτέω
χεῖλος
χειλοφύλαξ
χειλόω
χείλωμα
χεῖμα
χειμάδιον
χειμάζω
View word page
χειλάριον
small lip
ShortDef
small lip
Debugging
Headword:
χειλάριον
Headword (normalized):
χειλάριον
Headword (normalized/stripped):
χειλαριον
IDX:
96183
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-96184
Key:
Data
{'content': 'small lip'}