Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
χαυών
χαώδης
χεδρία
χεδροπά
χεδροπώδης
χεζανάγκη
χεζητιάω
χέζω
χεῖ
χειά
χειή
χειλάριον
χειλᾶς
χειλολάβος
χειλοποτέω
χεῖλος
χειλοφύλαξ
χειλόω
χείλωμα
χεῖμα
χειμάδιον
View word page
χειή
hole
ShortDef
hole
Debugging
Headword:
χειή
Headword (normalized):
χειή
Headword (normalized/stripped):
χειη
IDX:
96182
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-96183
Key:
Data
{'content': 'hole'}