Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

χαύνωμα
χαύνωσις
χαυνωτικός
χαυών
χαώδης
χεδρία
χεδροπά
χεδροπώδης
χεζανάγκη
χεζητιάω
χέζω
χεῖ
χειά
χειή
χειλάριον
χειλᾶς
χειλολάβος
χειλοποτέω
χεῖλος
χειλοφύλαξ
χειλόω
View word page
χέζω
to defecate

ShortDef

to defecate

Debugging

Headword:
χέζω
Headword (normalized):
χέζω
Headword (normalized/stripped):
χεζω
IDX:
96179
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-96180
Key:

Data

{'content': 'to defecate'}