Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

χαῦνος
χαυνόσομφος
χαυνότης
χαυνόω
χαύνωμα
χαύνωσις
χαυνωτικός
χαυών
χαώδης
χεδρία
χεδροπά
χεδροπώδης
χεζανάγκη
χεζητιάω
χέζω
χεῖ
χειά
χειή
χειλάριον
χειλᾶς
χειλολάβος
View word page
χεδροπά
leguminous fruits, pulse

ShortDef

leguminous fruits, pulse

Debugging

Headword:
χεδροπά
Headword (normalized):
χεδροπά
Headword (normalized/stripped):
χεδροπα
IDX:
96175
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-96176
Key:

Data

{'content': 'leguminous fruits, pulse'}