Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

χαῦναξ
χαυνόγειον
χαυνοπολίτης
χαυνόπρωκτος
χαῦνος
χαυνόσομφος
χαυνότης
χαυνόω
χαύνωμα
χαύνωσις
χαυνωτικός
χαυών
χαώδης
χεδρία
χεδροπά
χεδροπώδης
χεζανάγκη
χεζητιάω
χέζω
χεῖ
χειά
View word page
χαυνωτικός
apt to make loose

ShortDef

apt to make loose

Debugging

Headword:
χαυνωτικός
Headword (normalized):
χαυνωτικός
Headword (normalized/stripped):
χαυνωτικος
IDX:
96171
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-96172
Key:

Data

{'content': 'apt to make loose'}