Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

χατος
χαυλιόδους
χαῦναξ
χαυνόγειον
χαυνοπολίτης
χαυνόπρωκτος
χαῦνος
χαυνόσομφος
χαυνότης
χαυνόω
χαύνωμα
χαύνωσις
χαυνωτικός
χαυών
χαώδης
χεδρία
χεδροπά
χεδροπώδης
χεζανάγκη
χεζητιάω
χέζω
View word page
χαύνωμα
loosened earth

ShortDef

loosened earth

Debugging

Headword:
χαύνωμα
Headword (normalized):
χαύνωμα
Headword (normalized/stripped):
χαυνωμα
IDX:
96169
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-96170
Key:

Data

{'content': 'loosened earth'}