Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἀνωνυμεί
ἀνωνυμία
ἀνώνυμος
ἀνώπιον
ἀνώπιστος
ἀνωρία
ἀνώροφος
ἀνωρύομαι
ἀνωστικῶς
ἀνώτατος
ἀνωτερικός
ἀνώτερος
ἀνωτέρωθεν
ἀνωφάλακρος
ἀνωφέλεια
ἀνωφελής
ἀνωφέλητος
ἀνωφέρεια
ἀνωφερής
ἀνώφλιον
ἀνώφοιτος
View word page
ἀνωτερικός
upper, inland
ShortDef
upper, inland
Debugging
Headword:
ἀνωτερικός
Headword (normalized):
ἀνωτερικός
Headword (normalized/stripped):
ανωτερικος
IDX:
9616
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-9617
Key:
Data
{'content': 'upper, inland'}