Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

χασμωδέω
χασμώδης
χασμωδία
χατέω
χατίζω
χατος
χαυλιόδους
χαῦναξ
χαυνόγειον
χαυνοπολίτης
χαυνόπρωκτος
χαῦνος
χαυνόσομφος
χαυνότης
χαυνόω
χαύνωμα
χαύνωσις
χαυνωτικός
χαυών
χαώδης
χεδρία
View word page
χαυνόπρωκτος
wide-breeched

ShortDef

wide-breeched

Debugging

Headword:
χαυνόπρωκτος
Headword (normalized):
χαυνόπρωκτος
Headword (normalized/stripped):
χαυνοπρωκτος
IDX:
96164
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-96165
Key:

Data

{'content': 'wide-breeched'}