Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

χασματίας
χασμάτιον
χάσμη
χάσμημα
χασμωδέω
χασμώδης
χασμωδία
χατέω
χατίζω
χατος
χαυλιόδους
χαῦναξ
χαυνόγειον
χαυνοπολίτης
χαυνόπρωκτος
χαῦνος
χαυνόσομφος
χαυνότης
χαυνόω
χαύνωμα
χαύνωσις
View word page
χαυλιόδους
with outstanding teeth; (subst.) tusk

ShortDef

with outstanding teeth; (subst.) tusk

Debugging

Headword:
χαυλιόδους
Headword (normalized):
χαυλιόδους
Headword (normalized/stripped):
χαυλιοδους
IDX:
96160
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-96161
Key:

Data

{'content': 'with outstanding teeth; (subst.) tusk'}