Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀνωνόμαστος
ἀνωνυμεί
ἀνωνυμία
ἀνώνυμος
ἀνώπιον
ἀνώπιστος
ἀνωρία
ἀνώροφος
ἀνωρύομαι
ἀνωστικῶς
ἀνώτατος
ἀνωτερικός
ἀνώτερος
ἀνωτέρωθεν
ἀνωφάλακρος
ἀνωφέλεια
ἀνωφελής
ἀνωφέλητος
ἀνωφέρεια
ἀνωφερής
ἀνώφλιον
View word page
ἀνώτατος
topmost

ShortDef

topmost

Debugging

Headword:
ἀνώτατος
Headword (normalized):
ἀνώτατος
Headword (normalized/stripped):
ανωτατος
IDX:
9615
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-9616
Key:

Data

{'content': 'topmost'}