Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
χάσκαξ
χάσκω
χάσμα
χασμαθυπουργός
χασμάομαι
χασματίας
χασμάτιον
χάσμη
χάσμημα
χασμωδέω
χασμώδης
χασμωδία
χατέω
χατίζω
χατος
χαυλιόδους
χαῦναξ
χαυνόγειον
χαυνοπολίτης
χαυνόπρωκτος
χαῦνος
View word page
χασμώδης
always yawning
ShortDef
always yawning
Debugging
Headword:
χασμώδης
Headword (normalized):
χασμώδης
Headword (normalized/stripped):
χασμωδης
IDX:
96155
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-96156
Key:
Data
{'content': 'always yawning'}