Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

Χάρων
χάρων
Χαρώνιος
χάσις
χασκάζω
χάσκαξ
χάσκω
χάσμα
χασμαθυπουργός
χασμάομαι
χασματίας
χασμάτιον
χάσμη
χάσμημα
χασμωδέω
χασμώδης
χασμωδία
χατέω
χατίζω
χατος
χαυλιόδους
View word page
χασματίας
which causes fissures in the earth

ShortDef

which causes fissures in the earth

Debugging

Headword:
χασματίας
Headword (normalized):
χασματίας
Headword (normalized/stripped):
χασματιας
IDX:
96150
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-96151
Key:

Data

{'content': 'which causes fissures in the earth'}