Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀνώμοτος
ἀνωνόμαστος
ἀνωνυμεί
ἀνωνυμία
ἀνώνυμος
ἀνώπιον
ἀνώπιστος
ἀνωρία
ἀνώροφος
ἀνωρύομαι
ἀνωστικῶς
ἀνώτατος
ἀνωτερικός
ἀνώτερος
ἀνωτέρωθεν
ἀνωφάλακρος
ἀνωφέλεια
ἀνωφελής
ἀνωφέλητος
ἀνωφέρεια
ἀνωφερής
View word page
ἀνωστικῶς
by pushing upwards

ShortDef

by pushing upwards

Debugging

Headword:
ἀνωστικῶς
Headword (normalized):
ἀνωστικῶς
Headword (normalized/stripped):
ανωστικως
IDX:
9614
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-9615
Key:

Data

{'content': 'by pushing upwards'}