Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἄνωμος
ἀνωμοτί
ἀνώμοτος
ἀνωνόμαστος
ἀνωνυμεί
ἀνωνυμία
ἀνώνυμος
ἀνώπιον
ἀνώπιστος
ἀνωρία
ἀνώροφος
ἀνωρύομαι
ἀνωστικῶς
ἀνώτατος
ἀνωτερικός
ἀνώτερος
ἀνωτέρωθεν
ἀνωφάλακρος
ἀνωφέλεια
ἀνωφελής
ἀνωφέλητος
View word page
ἀνώροφος
unroofed, uncovered

ShortDef

unroofed, uncovered

Debugging

Headword:
ἀνώροφος
Headword (normalized):
ἀνώροφος
Headword (normalized/stripped):
ανωροφος
IDX:
9612
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-9613
Key:

Data

{'content': 'unroofed, uncovered'}