Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀνωμολόγητος
ἄνωμος
ἀνωμοτί
ἀνώμοτος
ἀνωνόμαστος
ἀνωνυμεί
ἀνωνυμία
ἀνώνυμος
ἀνώπιον
ἀνώπιστος
ἀνωρία
ἀνώροφος
ἀνωρύομαι
ἀνωστικῶς
ἀνώτατος
ἀνωτερικός
ἀνώτερος
ἀνωτέρωθεν
ἀνωφάλακρος
ἀνωφέλεια
ἀνωφελής
View word page
ἀνωρία
untimeliness

ShortDef

untimeliness

Debugging

Headword:
ἀνωρία
Headword (normalized):
ἀνωρία
Headword (normalized/stripped):
ανωρια
IDX:
9611
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-9612
Key:

Data

{'content': 'untimeliness'}