Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀνωμολογημένως
ἀνωμολόγητος
ἄνωμος
ἀνωμοτί
ἀνώμοτος
ἀνωνόμαστος
ἀνωνυμεί
ἀνωνυμία
ἀνώνυμος
ἀνώπιον
ἀνώπιστος
ἀνωρία
ἀνώροφος
ἀνωρύομαι
ἀνωστικῶς
ἀνώτατος
ἀνωτερικός
ἀνώτερος
ἀνωτέρωθεν
ἀνωφάλακρος
ἀνωφέλεια
View word page
ἀνώπιστος
unseen, unnoticed

ShortDef

unseen, unnoticed

Debugging

Headword:
ἀνώπιστος
Headword (normalized):
ἀνώπιστος
Headword (normalized/stripped):
ανωπιστος
IDX:
9610
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-9611
Key:

Data

{'content': 'unseen, unnoticed'}