Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
χαρκωματᾶς
χάρμα
Χαρμαντίδης
χάρμη
χάρμη2
χάρμη3
Χαρμίδεια
Χαρμίδης
χαρμοδότειρα
χαρμονή
χαρμονικός
χαρμοσύνη
χαρμόσυνος
χαρμόφρων
χαροποιέω
χαροποίημα
χαροποιός
Χάροπος
χαροπός
χαροπότης
χαροπόφθαλμος
View word page
χαρμονικός
pleasant
ShortDef
pleasant
Debugging
Headword:
χαρμονικός
Headword (normalized):
χαρμονικός
Headword (normalized/stripped):
χαρμονικος
IDX:
96108
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-96109
Key:
Data
{'content': 'pleasant'}