Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

χαριτόφωνος
χαριτόω
χαριτώνυμος
χαριτώπης
χαρκολόγος
χαρκωματᾶς
χάρμα
Χαρμαντίδης
χάρμη
χάρμη2
χάρμη3
Χαρμίδεια
Χαρμίδης
χαρμοδότειρα
χαρμονή
χαρμονικός
χαρμοσύνη
χαρμόσυνος
χαρμόφρων
χαροποιέω
χαροποίημα
View word page
χάρμη3
an antidote

ShortDef

the joy of battle, lust of battle
spear shaft
an antidote

Debugging

Headword:
χάρμη3
Headword (normalized):
χάρμη
Headword (normalized/stripped):
χαρμη3
IDX:
96103
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-96104
Key:

Data

{'content': 'an antidote'}