Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

χάριτος
χαριτόφωνος
χαριτόω
χαριτώνυμος
χαριτώπης
χαρκολόγος
χαρκωματᾶς
χάρμα
Χαρμαντίδης
χάρμη
χάρμη2
χάρμη3
Χαρμίδεια
Χαρμίδης
χαρμοδότειρα
χαρμονή
χαρμονικός
χαρμοσύνη
χαρμόσυνος
χαρμόφρων
χαροποιέω
View word page
χάρμη2
spear shaft

ShortDef

the joy of battle, lust of battle
spear shaft
an antidote

Debugging

Headword:
χάρμη2
Headword (normalized):
χάρμη
Headword (normalized/stripped):
χαρμη2
IDX:
96102
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-96103
Key:

Data

{'content': 'spear shaft'}