Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

χαριτόμορφος
χαριτοποιέω
χαριτόπωλις
χάριτος
χαριτόφωνος
χαριτόω
χαριτώνυμος
χαριτώπης
χαρκολόγος
χαρκωματᾶς
χάρμα
Χαρμαντίδης
χάρμη
χάρμη2
χάρμη3
Χαρμίδεια
Χαρμίδης
χαρμοδότειρα
χαρμονή
χαρμονικός
χαρμοσύνη
View word page
χάρμα
(a source of) joy, delight

ShortDef

(a source of) joy, delight

Debugging

Headword:
χάρμα
Headword (normalized):
χάρμα
Headword (normalized/stripped):
χαρμα
IDX:
96099
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-96100
Key:

Data

{'content': '(a source of) joy, delight'}