Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
χαριστίων
χαριστωνία
χαρίτερπνος
χαριτήσιον
χαριτία
χαρίτιον
χαριτοβλέφαρος
χαριτογλωσσέω
χαριτοδώτειρα
χαριτόμορφος
χαριτοποιέω
χαριτόπωλις
χάριτος
χαριτόφωνος
χαριτόω
χαριτώνυμος
χαριτώπης
χαρκολόγος
χαρκωματᾶς
χάρμα
Χαρμαντίδης
View word page
χαριτοποιέω
make graceful
ShortDef
make graceful
Debugging
Headword:
χαριτοποιέω
Headword (normalized):
χαριτοποιέω
Headword (normalized/stripped):
χαριτοποιεω
IDX:
96090
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-96091
Key:
Data
{'content': 'make graceful'}