Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
χαριστικός
χαριστίων
χαριστωνία
χαρίτερπνος
χαριτήσιον
χαριτία
χαρίτιον
χαριτοβλέφαρος
χαριτογλωσσέω
χαριτοδώτειρα
χαριτόμορφος
χαριτοποιέω
χαριτόπωλις
χάριτος
χαριτόφωνος
χαριτόω
χαριτώνυμος
χαριτώπης
χαρκολόγος
χαρκωματᾶς
χάρμα
View word page
χαριτόμορφος
endued with grace of form
ShortDef
endued with grace of form
Debugging
Headword:
χαριτόμορφος
Headword (normalized):
χαριτόμορφος
Headword (normalized/stripped):
χαριτομορφος
IDX:
96089
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-96090
Key:
Data
{'content': 'endued with grace of form'}