Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀνώμαλος
ἀνωμαλότης
ἀνωμολογημένως
ἀνωμολόγητος
ἄνωμος
ἀνωμοτί
ἀνώμοτος
ἀνωνόμαστος
ἀνωνυμεί
ἀνωνυμία
ἀνώνυμος
ἀνώπιον
ἀνώπιστος
ἀνωρία
ἀνώροφος
ἀνωρύομαι
ἀνωστικῶς
ἀνώτατος
ἀνωτερικός
ἀνώτερος
ἀνωτέρωθεν
View word page
ἀνώνυμος
without name, nameless

ShortDef

without name, nameless

Debugging

Headword:
ἀνώνυμος
Headword (normalized):
ἀνώνυμος
Headword (normalized/stripped):
ανωνυμος
IDX:
9608
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-9609
Key:

Data

{'content': 'without name, nameless'}