Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

χαριστήριος
χαριστικός
χαριστίων
χαριστωνία
χαρίτερπνος
χαριτήσιον
χαριτία
χαρίτιον
χαριτοβλέφαρος
χαριτογλωσσέω
χαριτοδώτειρα
χαριτόμορφος
χαριτοποιέω
χαριτόπωλις
χάριτος
χαριτόφωνος
χαριτόω
χαριτώνυμος
χαριτώπης
χαρκολόγος
χαρκωματᾶς
View word page
χαριτοδώτειρα
bestower of favour

ShortDef

bestower of favour

Debugging

Headword:
χαριτοδώτειρα
Headword (normalized):
χαριτοδώτειρα
Headword (normalized/stripped):
χαριτοδωτειρα
IDX:
96088
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-96089
Key:

Data

{'content': 'bestower of favour'}