Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

χαριστέος
χαριστήριος
χαριστικός
χαριστίων
χαριστωνία
χαρίτερπνος
χαριτήσιον
χαριτία
χαρίτιον
χαριτοβλέφαρος
χαριτογλωσσέω
χαριτοδώτειρα
χαριτόμορφος
χαριτοποιέω
χαριτόπωλις
χάριτος
χαριτόφωνος
χαριτόω
χαριτώνυμος
χαριτώπης
χαρκολόγος
View word page
χαριτογλωσσέω
to speak to please, gloze with the tongue

ShortDef

to speak to please, gloze with the tongue

Debugging

Headword:
χαριτογλωσσέω
Headword (normalized):
χαριτογλωσσέω
Headword (normalized/stripped):
χαριτογλωσσεω
IDX:
96087
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-96088
Key:

Data

{'content': 'to speak to please, gloze with the tongue'}