Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

χάριν
Χάρις
χάρις
χαρίσιος
χάρισμα
χαρισμός
χαριστεῖον
χαριστέον
χαριστέος
χαριστήριος
χαριστικός
χαριστίων
χαριστωνία
χαρίτερπνος
χαριτήσιον
χαριτία
χαρίτιον
χαριτοβλέφαρος
χαριτογλωσσέω
χαριτοδώτειρα
χαριτόμορφος
View word page
χαριστικός
giving freely, bounteous

ShortDef

giving freely, bounteous

Debugging

Headword:
χαριστικός
Headword (normalized):
χαριστικός
Headword (normalized/stripped):
χαριστικος
IDX:
96079
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-96080
Key:

Data

{'content': 'giving freely, bounteous'}