Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

χαρίζω
Χαρικλῆς
χαριλαμπέτις
χάριν
Χάρις
χάρις
χαρίσιος
χάρισμα
χαρισμός
χαριστεῖον
χαριστέον
χαριστέος
χαριστήριος
χαριστικός
χαριστίων
χαριστωνία
χαρίτερπνος
χαριτήσιον
χαριτία
χαρίτιον
χαριτοβλέφαρος
View word page
χαριστέον
one must humour

ShortDef

one must humour

Debugging

Headword:
χαριστέον
Headword (normalized):
χαριστέον
Headword (normalized/stripped):
χαριστεον
IDX:
96076
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-96077
Key:

Data

{'content': 'one must humour'}