Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

χαριεντότης
χαριεργός
χαρίζω
Χαρικλῆς
χαριλαμπέτις
χάριν
Χάρις
χάρις
χαρίσιος
χάρισμα
χαρισμός
χαριστεῖον
χαριστέον
χαριστέος
χαριστήριος
χαριστικός
χαριστίων
χαριστωνία
χαρίτερπνος
χαριτήσιον
χαριτία
View word page
χαρισμός
bestowing of favours, gratifying

ShortDef

bestowing of favours, gratifying

Debugging

Headword:
χαρισμός
Headword (normalized):
χαρισμός
Headword (normalized/stripped):
χαρισμος
IDX:
96074
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-96075
Key:

Data

{'content': 'bestowing of favours, gratifying'}