Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀνωμαλίζω
ἀνωμαλοκράς
ἀνώμαλος
ἀνωμαλότης
ἀνωμολογημένως
ἀνωμολόγητος
ἄνωμος
ἀνωμοτί
ἀνώμοτος
ἀνωνόμαστος
ἀνωνυμεί
ἀνωνυμία
ἀνώνυμος
ἀνώπιον
ἀνώπιστος
ἀνωρία
ἀνώροφος
ἀνωρύομαι
ἀνωστικῶς
ἀνώτατος
ἀνωτερικός
View word page
ἀνωνυμεί
without name

ShortDef

without name

Debugging

Headword:
ἀνωνυμεί
Headword (normalized):
ἀνωνυμεί
Headword (normalized/stripped):
ανωνυμει
IDX:
9606
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-9607
Key:

Data

{'content': 'without name'}