Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

Χαρίδημος
χαριδώτης
χαρίεις
χαριεντίζομαι
χαριέντισμα
χαριεντισμός
χαριεντότης
χαριεργός
χαρίζω
Χαρικλῆς
χαριλαμπέτις
χάριν
Χάρις
χάρις
χαρίσιος
χάρισμα
χαρισμός
χαριστεῖον
χαριστέον
χαριστέος
χαριστήριος
View word page
χαριλαμπέτις
graciously shining

ShortDef

graciously shining

Debugging

Headword:
χαριλαμπέτις
Headword (normalized):
χαριλαμπέτις
Headword (normalized/stripped):
χαριλαμπετις
IDX:
96068
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-96069
Key:

Data

{'content': 'graciously shining'}