Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

χαρακών
χαράκωσις
χάραξ
χαραξίποντος
χάραξις
χαράσσω
Χάρης
Χαρίδημος
χαριδώτης
χαρίεις
χαριεντίζομαι
χαριέντισμα
χαριεντισμός
χαριεντότης
χαριεργός
χαρίζω
Χαρικλῆς
χαριλαμπέτις
χάριν
Χάρις
χάρις
View word page
χαριεντίζομαι
to be witty, to jest

ShortDef

to be witty, to jest

Debugging

Headword:
χαριεντίζομαι
Headword (normalized):
χαριεντίζομαι
Headword (normalized/stripped):
χαριεντιζομαι
IDX:
96061
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-96062
Key:

Data

{'content': 'to be witty, to jest'}