Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἀνωμαλία
ἀνωμαλίζω
ἀνωμαλοκράς
ἀνώμαλος
ἀνωμαλότης
ἀνωμολογημένως
ἀνωμολόγητος
ἄνωμος
ἀνωμοτί
ἀνώμοτος
ἀνωνόμαστος
ἀνωνυμεί
ἀνωνυμία
ἀνώνυμος
ἀνώπιον
ἀνώπιστος
ἀνωρία
ἀνώροφος
ἀνωρύομαι
ἀνωστικῶς
ἀνώτατος
View word page
ἀνωνόμαστος
nameless, indescribable, ineffable
ShortDef
nameless, indescribable, ineffable
Debugging
Headword:
ἀνωνόμαστος
Headword (normalized):
ἀνωνόμαστος
Headword (normalized/stripped):
ανωνομαστος
IDX:
9605
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-9606
Key:
Data
{'content': 'nameless, indescribable, ineffable'}