Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
χαρακτηρισμός
χαρακτηριστέον
χαρακτηριστικός
χαράκτης
χαρακτός
χαράκωμα
χαρακών
χαράκωσις
χάραξ
χαραξίποντος
χάραξις
χαράσσω
Χάρης
Χαρίδημος
χαριδώτης
χαρίεις
χαριεντίζομαι
χαριέντισμα
χαριεντισμός
χαριεντότης
χαριεργός
View word page
χάραξις
incision, mark
ShortDef
incision, mark
Debugging
Headword:
χάραξις
Headword (normalized):
χάραξις
Headword (normalized/stripped):
χαραξις
IDX:
96055
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-96056
Key:
Data
{'content': 'incision, mark'}