Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
χαρακοποιία
χαρακόω
χαρακτήρ
χαρακτηριάζω
χαρακτηρίζω
χαρακτηρισμός
χαρακτηριστέον
χαρακτηριστικός
χαράκτης
χαρακτός
χαράκωμα
χαρακών
χαράκωσις
χάραξ
χαραξίποντος
χάραξις
χαράσσω
Χάρης
Χαρίδημος
χαριδώτης
χαρίεις
View word page
χαράκωμα
a place paled round, an entrenched camp
ShortDef
a place paled round, an entrenched camp
Debugging
Headword:
χαράκωμα
Headword (normalized):
χαράκωμα
Headword (normalized/stripped):
χαρακωμα
IDX:
96050
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-96051
Key:
Data
{'content': 'a place paled round, an entrenched camp'}